- ταμβακοθήκη
- η, Νβλ. ταμπακοθήκη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταμπακοθήκη — και λόγιος τ. ταμβακοθήκη, η, Ν μικρή θήκη για την τοποθέτηση ταμπάκου, καπνοθήκη, καπνοσακούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταμπάκος / ταμβάκος + θήκη] … Dictionary of Greek